κορδία

κορδία
(Cordia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών, τα οποία φύονται στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της υδρογείου. Περιλαμβάνει δέντρα και θάμνους, με αειθαλή και ενίοτε οδοντωτά φύλλα. Ο καρπός τους είναι κόκκινη δρύπη και περιέχει μία ιξώδη ουσία, η οποία εξάγεται σε διάφορες χώρες και κυρίως στην Αίγυπτο. Η κ. αριθμεί περισσότερα από 250 είδη, τα κυριότερα από τα οποία είναι η κ. η μύξα, που καλλιεργείται στις μεσογειακές χώρες ως διακοσμητικό φυτό, η κ. η γρέγκεια, η κ. η σεβαστίνα και η κ. της Ρουμφείου, το ξύλο της οποίας είναι εύοσμο, έχει μαύρες φλέβες και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.
* * *
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βορραγινίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cordia από το όν. τών Γερμανών επιστημόνων Ε. και V. Cordus + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοκκυμηλέα — κοκκυμηλέα, ἡ (Α) [κοκκύμηλον] 1. η δαμασκηνιά («ἀγρίαν κοκκυμηλέαν», Θεόφρ.) 2. το δένδρο κορδία η μύξα …   Dictionary of Greek

  • ιξός ή γκι — Αειθαλές φρύγανο της οικογένειας των λωρανθιδών. Ζει παρασιτικά (ημιπαράσιτο) σε ορεινές περιοχές, πάνω στα κλαδιά δασικών (έλατο, λεύκη, καστανιά κλπ.) και οπωροφόρων δέντρων (μηλιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά κλπ.), προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”